- προσηλύτιση
- η, Νο προσηλυτισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλυτίζω. Η λ., στον λόγιο τ. προσηλύτισις, μαρτυρείται από το 1879 στον Π. Σ. Συνοδινό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσηλύτιση — η βλ. προσηλυτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσηλυτίσιμος — η, ο, Ν [προσηλύτιση] αυτός που μπορεί να προσηλυτιστεί … Dictionary of Greek
προσηλυτισμός — προσηλυτισμός, ο και προσηλύτιση, η προσπάθεια να αποκτήσω οπαδούς, ομόφρονες: Το Σύνταγμα της Ελλάδας απαγορεύει το θρησκευτικό προσηλυτισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)